Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὡς τοὺς οἴκους

См. также в других словарях:

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Τζαγκαρόλας — Επώνυμο ενετικής οικογένειας της Κρήτης, μέλη της οποίας εξελληνίστηκαν με την επωνυμία Ζαγκαρόλας, Τσαγκαρόλας ή Τ. Μετά την οριστική κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, ο Φραγκίσκος Τ. εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά το 1669 και γράφτηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • επισταθμεύω — (AM ἐπισταθμεύω) [σταθμεύω] 1. σταθμεύω, καταλύω σ’ έναν τόπο 2. καταλύω κατά τη διάρκεια πορείας («τοὺς οἴκους ἐξέτριψεν ὕβρει καὶ πλεονεξίᾳ τῶν ἐπισταθμευόντων», Πλούτ.) αρχ. 1. προσφέρω κατάλυμα και τροφή 2. παθ. ἐπισταθμεύομαι χρησιμοποιούμαι …   Dictionary of Greek

  • κοντάκιο — Ο πάπυρος (ειλητάριο) που περιέχει τη θεία λειτουργία και πήρε την ονομασία του από το μικρό ραβδί, γύρω από το οποίο τυλίγεται. Το κ. διατηρούσε το σχήμα των βιβλίων της αρχαιότητας και απαρτιζόταν από μία στενή επιμήκη λωρίδα μεμβράνης, η οποία …   Dictionary of Greek

  • στεγάζω — ΝΜΑ [στέγη / στέγος] κατασκευάζω στέγη, καλύπτω με στέγη (α. «το κτήριο δεν έχει στεγαστεί ακόμη» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῑς Ἰούδα», ΠΔ γ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», επιγρ.) νεοελλ. 1. εγκαθιστώ σε οίκημα, σε κατάλυμα… …   Dictionary of Greek

  • Μπόσκο, Τζοβάνι — (Giovanni Bosco, Καστελνουόβο ντ’ Άστι 1815 – Τορίνο 1888). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, παιδαγωγός και ιδρυτής της αδελφότητας των Σαλεσιανών. Το 1841 χειροτονήθηκε ιερέας και απέκτησε παιδαγωγική εμπειρία στο μικρό Ορατόριο για τα φτωχά… …   Dictionary of Greek

  • Ακάθιστος Ύμνος — Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με …   Dictionary of Greek

  • Λευί — Μία από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, η οποία δεν πήρε κλήρο στην κατακτημένη Χαναάν, αλλά διασκορπίστηκε σε όλη τη χώρα. Η φυλή Λ., η οποία έμεινε πιστή στον Θεό κατά το επεισόδιο του χρυσού μόσχου (Έξοδος, κβ’), καθιερώθηκε από τον Θεό στη θέση… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»